τετράδωρος

Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (δῶρον ΙΙ) four palms long, Anon. ap. Plin.HN 35.171, = Vitr.2.3.3.

German (Pape)

[Seite 1097] vier Querhände oder Handbreiten lang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετράδωρος: -ον, ὁ ἔχων μῆκοςπλάτος τεσσάρων παλαμῶν, παρὰ Πλίν. Ν. Η. 35. 14.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τεσσάρων παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) + -δωρος (< δῶρον «παλάμη»), πρβλ. δωδεκά-δωρος].