ἡμίσεια

Revision as of 10:53, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος, v. ἥμισυς.

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.

French (Bailly abrégé)

v. ἥμισυς.

Greek Monolingual

η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].

Greek Monotonic

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίσεια: ἡ (sc. μοῖρα) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.

Middle Liddell

ἡμίσεια, ἡ, [v. sub ἥμισυς.]