ὀλιγοσώματος

Revision as of 10:56, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, of small body or bulk, Comp. -ώτερος Sch.Pl. ap.Plot.de Pulcr.p.536 (ed. Creuzer, Heidelb.1814).

German (Pape)

[Seite 322] mit kleinem Leibe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν σῶμα· συγκρ. ὀλιγοσωματώτερος ἢ ὀλιγοσωματέστερος, Σχόλ. Πλάτ. παρὰ τῷ Creuzer εἰς Πλωτ. 536.

Greek Monolingual

ὀλιγοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό σώμα ή μικρό όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + σῶμα, -ατος].