ὀλιγοσώματος

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοσώμᾰτος Medium diacritics: ὀλιγοσώματος Low diacritics: ολιγοσώματος Capitals: ΟΛΙΓΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: oligosṓmatos Transliteration B: oligosōmatos Transliteration C: oligosomatos Beta Code: o)ligosw/matos

English (LSJ)

ὀλιγοσώματον, of small body or bulk, Comp. -ώτερος Sch.Pl. ap.Plot.de Pulcr.p.536 (ed. Creuzer, Heidelb.1814).

German (Pape)

[Seite 322] mit kleinem Leibe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν σῶμα· συγκρ. ὀλιγοσωματώτερος ἢ ὀλιγοσωματέστερος, Σχόλ. Πλάτ. παρὰ τῷ Creuzer εἰς Πλωτ. 536.

Greek Monolingual

ὀλιγοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μικρό σώμα ή μικρό όγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + σῶμα, -ατος].