ὑλονόμος

Revision as of 11:04, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, living in the woods, θήρ Simon.(?)179.7; μέλιτται Arist.HA624b29; ζῷα ὑ. prob. for ἑλο- in Hp.Vict.2.49; Νύμφαι Orph.H.51.10: cf. ὑληνόμος.

German (Pape)

[Seite 1177] in Wäldern weidend; βοῦς, Nonn. D. 11, 169; τετράποδες, Archi. 8 (VI, 179); von Bienen, Arist. H. A. 9, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλονόμος: -ον, ὁ ζῶν ἐντὸς τῶν δασῶν, θὴρ Σιμωνίδ. (;) 191· μέλιτται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 20· Νύμφαι Ὀρφ. Ὕμν. 51. 9, πρβλ. ὑληνόμος.

Greek Monolingual

και ὑληνόμος, -ον, Α
αυτός που ζει και τρέφεται στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -νόμος].

Russian (Dvoretsky)

ὑλονόμος: (ῡ) обитающий в лесах, лесной (μέλιτται Arst.; τετράποδες Anth.).