ὑλονόμος
From LSJ
English (LSJ)
ὑλονόμον, living in the woods, θήρ Simon.(?)179.7; μέλιτται Arist.HA624b29; ζῷα ὑ. prob. for ἑλο- in Hp.Vict.2.49; Νύμφαι Orph.H.51.10: cf. ὑληνόμος.
German (Pape)
[Seite 1177] in Wäldern weidend; βοῦς, Nonn. D. 11, 169; τετράποδες, Archi. 8 (VI, 179); von Bienen, Arist. H. A. 9, 40.
Russian (Dvoretsky)
ὑλονόμος: (ῡ) обитающий в лесах, лесной (μέλιτται Arst.; τετράποδες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑλονόμος: -ον, ὁ ζῶν ἐντὸς τῶν δασῶν, θὴρ Σιμωνίδ. (;) 191· μέλιτται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 20· Νύμφαι Ὀρφ. Ὕμν. 51. 9, πρβλ. ὑληνόμος.
Greek Monolingual
και ὑληνόμος, -ον, Α
αυτός που ζει και τρέφεται στα δάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -νόμος].