πολύβυρσος

Revision as of 09:13, 31 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́")

English (LSJ)

ον, of many hides or skins, gloss on πολύρρινος, Sch.A.R.3.1231.

German (Pape)

[Seite 660] = πολύῤῥινος, Schol. Ap. Rh. 3, 1230.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβυρσος: -ον, ἐκ πολλῶν βυρσῶν, δερμάτων ἀποτελούμενος, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1230 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ πολύρρινος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από πολλά δέρματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βύρσος (< βύρσα «δέρμα ζώου»), πρβλ. λεπτό-βυρσος].