πολύρρινος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
πολύρρινον, with many hides, σάκος A.R.3.1231.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρινος: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν δερμάτων συνιστάμενος, πολύδερμος, σάκος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1231.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ασπίδα) αυτός που αποτελείται από πολλά δέρματα ή αυτός που έχει πολλές δερμάτινες πτυχές («πολύρρινος σάκος», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥινός«δέρμα»].
German (Pape)
[ῑ], von od. mit vielen abgezogenen Häuten, σάκος, Ap.Rh. 3.1230.