δίμοιρον
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Russian (Dvoretsky)
δίμοιρον: τό
1) половина (κακοῦ Aesch.);
2) полудрахма (= 3 обола) Plat.;
3) (в Риме), половина римского фунта (λίτραι ἑπτακαίδεκα καὶ δ. Plut.).