θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
ἄκαρι: τό, εἶδος ζῳυφίου σμικροτάτου, συνήθως ἐν τῷ κηρῷ εὑρισκομένου, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 32, 2.
ἄκαρι: τό червячок, личинка или клещ Arst.