νύχευμα

Revision as of 06:56, 19 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ατος, τό, nightly watch, ποῦ νυχευμάτων χάρις; E.Supp.1136 (lyr., dub. l.).

German (Pape)

[Seite 271] τό, das Nachtwachen, Durchwachen, Eur. Suppl. 1135.

Greek (Liddell-Scott)

νύχευμα: [ῠ], τό, νυκτερινὴ φυλακή, νυχεία, Λατ. pervigilium, ποῦ νυχευμάτων χάρις; Εὐρ. Ἱκέτ. 1136.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
veille, veillée.
Étymologie: νυχεύω.

Greek Monolingual

νύχευμα, τὸ (Α) νυχεύω
διανυκτέρευση, αγρύπνια.

Greek Monotonic

νύχευμα: [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή σκοπιά, Λατ. pervigilium, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νύχευμα: ατος (ῠ) τό ночное бдение, бессонная ночь Eur.

Middle Liddell

νῠ́χευμα, ατος, τό,
a nightly watch, Lat. pervigilium, Eur. [from νῠχεύω]