νυχεύω

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠχεύω Medium diacritics: νυχεύω Low diacritics: νυχεύω Capitals: ΝΥΧΕΥΩ
Transliteration A: nycheúō Transliteration B: nycheuō Transliteration C: nycheyo Beta Code: nuxeu/w

English (LSJ)

fut. νυχεύσω Nic.Fr.74.8:—watch the night through, pass the night, δάκρυσιν. E.El.181 (lyr.), cf. Rh.520, Hyps.Fr.10, 11.13 (lyr.); Νύμφῃσιν with Nymphs, Nic.l.c.

French (Bailly abrégé)

veiller, passer la nuit en veillant.
Étymologie: νύξ.

German (Pape)

die Nacht zubringen, durchwachen, vom Heere, Eur. Rhes. 520; Hesych. erkl. νυκτερεύω und κρύπτω.

Russian (Dvoretsky)

νῠχεύω: проводить ночь (τοῦ τεταγμένου δίχα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

νῠχεύω: ἀγρυπνῶ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα, νυκτερεύω, διέρχομαι τὴν νύκτα, Εὐρ. Ρῆσ. 520· Νύμφαις, μετὰ τῶν Ν., Νικ. παρ’ Ἀθην. 683Β.

Greek Monolingual

νυχεύω (Α)
διανυκτερεύω, αγρυπνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- του νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -εύω].

Greek Monotonic

νῠχεύω: (νύξ), μέλ. -σω, ξαγρυπνώ τη νύχτα φυλώντας σκοπιά, διανυκτερεύω, σε Ευρ.

Middle Liddell

νῠχεύω, fut. -σω [νύξ]
to watch the night through, to pass the night, Eur.