πολύκυκλος

Revision as of 08:26, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".[[" to ". [[")

English (LSJ)

ον, with many circles, Id.s.v. πολυέλικτον.

German (Pape)

[Seite 665] mit od. in vielen Kreisen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκυκλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κύκλους, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυέλικτον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς κύκλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κυκλος (< κύκλος), πρβλ. ολό-κυκλος].