συγκάλυψη
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
η / συγκάλυψις, -ύψεως, ΝΜ συγκαλύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω («η συγκάλυψη του σκανδάλου»).