συμψέλιον

From LSJ
Revision as of 19:45, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass

Menander, Monostichoi, 61

Greek Monolingual

και συμψέλλιον και συνψέλιον και συψέλιον και σεμσέλλιον και σεμψέλλιον, τὸ, ΜΑ
1. θρανίο, εδώλιο
2. (ο τ. σεμψέλλιον στον πληθ.) τὰ σεμψέλλια
εκκλησιαστικά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. subsellium «εδώλιο, θρανίο» (< sub «υπό» + sella «έδρα»)].