συναιχμαλωτίς

From LSJ
Revision as of 19:54, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

German (Pape)

[Seite 997] ίδος, ἡ bes. fem. zum Folgdn.

Greek (Liddell-Scott)

συναιχμαλωτίς: -ίδος, οὐχὶ συναιχμάλωτις, ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ συναιχμάλωτος, Κόνων. Διηγήσ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. σελ. 133, 8. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ σ. 340-1.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. συναιχμάλωτος.