-άω, Α1. εξαπατώ μαζί ή με τον ίδιο τρόπο με κάποιον2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως κύριο όν.) Συνεξαπατῶντίτλος κωμωδίας του Βάτωνος.