γενεθλιαλόγος
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
ὁ, caster of nativities, astrologer, genethliac
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γενεθλιο- Ps.Callisth.1.4B, Hsch.
autor de horóscopos, astrólogo Artem.2.69, Ptol.Tetr.1.3.11, Porph.Plot.15, Iambl.Myst.1.18, Hierocl.Prou.172b.8, Ps.Callisth.l.c., Hsch.
German (Pape)
[Seite 481] ὁ, Nativitätssteller, Sterndeuter, Hierocl. in Phot. bibl. p. 172 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενεθλιᾱλόγος: ὁ, ὁ ἐξετάζων τοὺς γενεθλίους ἀστερισμούς, Ἱεροκλ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 172. 8.
Greek Monolingual
γενεθλιαλόγος, ο (AM)
αυτός που ασκεί γενεθλιαλογία, ο αστρολόγος.