blustering
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Tempestuous: P. χειμέριος, Ar. and V. δυσχείμερος, V. λαβρός, δυσκύμαντος.
Boastful: P. ὑπερήφανος, Ar. and P. ἀλάζων, V. ὑψήγορος, στόμαργος; see boastful.