πόλλ' ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά → old age brings with it many evils
adj.
V. σχιστός, δίστομος, πολύσχιστος.
Of horns: P. and V. ὑψηλός.
Branching, subs.: P. σχίσις, ἡ.