brazen
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. χαλκοῦς, Ar. and V. χαλκήλατος, V. χάλκεος, εὔχαλκος, πάγχαλκος, χαλκήρης.
A brazen vessel: see copper.
Impudent: P. and V. ἀναιδής, ἀναίσχυντος, P. ὑβριστικός, ὑπεραναίσχυντος; see shameless.
With brazen sides, adj.: V. χαλκόπλευρος.
Brazen-armed, adj. V. χαλκοπληθής (Eur., Supp. 1220).