ἀσκοθύλακος
English (LSJ)
[ῡ], ὁ, leather bag, Ar.Fr.174, Archipp.4, Diocl.Com.3.
Spanish (DGE)
(ἀσκοθύλᾰκος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῡ-]
saco de cuero Ar.Fr.180, Archipp.4, Diocl.Com.3.
German (Pape)
[Seite 371] ὁ, der von einer ledernen Haut gemachte Sack, Ar. frg. 217; vgl. B. A. 452.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκοθύλακος: ὁ, δερμάτινος σάκκος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 217, πρβλ. Meineke Ἄρχιππ. ἐν «Ἀμφιτρύωνι» 7, Διοκλῆς ἐν «Βάκχαις»4.
Greek Monolingual
ἀσκοθύλακος, ο (Α)
ο δερμάτινος σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + θύλακος, ο («μικρός σάκος»)].