εἰληδόν

Revision as of 15:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

εἰληδά, Adv., (εἴλη) A = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Arat. 917. II (εἰλέω) by twisting or coiling round, εἰληδὸν ἔδησε πόδας AP9.14.6 (Antiphil.).

Spanish (DGE)

adv. en círculo, en derredor εἰ. ... ἔδησε πόδας AP 9.14 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰληδόν: εἰληδά, ἐπίρρ. (εἴλη) = ἰληδόν, εἰληδὰ φέρονται Ἄρατ. 917. ΙΙ. (εἰλέω) περιπλέγδην, περιπλοκάδην, εἰληδὸν ταχινοῦ πτωκὸς ἔδησε πόδας Ἀνθ. Π. 9. 14.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se ramassant sur soi-même.
Étymologie: εἰλέω, -δον.

Greek Monolingual

(I)
εἰληδόν και εἰληδά (Α)
επίρρ. «κατ' ίλας», αθρόα, ομαδικά.
(II)
εἰληδόν (Α)
επίρρ. περίπλοκα.

Greek Monotonic

εἰληδόν: -δά, επίρρ. (εἰλέω), μέσο κυκλικής συστροφής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εἰληδόν: и εἱληδόν adv. закрутив, обмотав (εἱ. ἔδησε πόδας Anth.).

Middle Liddell

εἰλέω
by twisting round, Anth.