γεραίτερος

Revision as of 18:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

γεραίτατος, Comp. and Sup. of γεραιός (q.v.).

Spanish

miembro del consejo de ancianos, senador

German (Pape)

[Seite 485] -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.

French (Bailly abrégé)

v. γεραιός.

Greek (Liddell-Scott)

γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ γεραιός, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. και υπερθ. του γεραιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γεραίτερος comp., zie γεραιός.