δρακοντόμαλλος
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ον, with snaky locks, Γοργόνες A.Pr.799.
Spanish (DGE)
(δρᾰκοντόμαλλος) -ον de cabellos de serpiente Γοργόνες A.Pr.799.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
hérissé de serpents.
Étymologie: δράκων, μαλλός.
Greek (Liddell-Scott)
δρᾰκοντόμαλλος: -ον, ὁ ἔχων κόμην ὀφιοειδῆ, Γοργόνες Αἰσχύλ. Πρ. 799.
Greek Monolingual
δρακοντόμαλλος, -ον (Α)
ο δρακοντόκομος.
Greek Monotonic
δρᾰκοντόμαλλος: -ον, αυτός που έχει φιδίσιους βοστρύχους, μαλλιά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δρακοντόμαλλος: змеекудрый (Γοργόνες Aesch.).
Middle Liddell
δρᾰκοντό-μαλλος, ον adj
with snaky locks, Aesch.