αἰολόστομος

Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, shifting in speech, of an oracle, A.Pr.661.

Spanish (DGE)

-ον ambiguo, contradictorio χρησμοί A.Pr.661.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la parole équivoque.
Étymologie: αἰόλος, στόμα.

Greek (Liddell-Scott)

αἰολόστομος: -ον, ὁ ποικίλα καὶ ἀβέβαια σημαίνων, ἐπὶ χρησμῶν, δυσκρίτως εἰρημένων, Αἰσχύλ. Πρ. 661.

Greek Monotonic

αἰολόστομος: -ον (στόμα), μεταβλητός στη σημασία, αυτός που έχει αβέβαιη σημασία, λέγεται για έναν χρησμό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αἰολόστομος: многозначный, двусмысленный (χρησμός Aesch.).

Middle Liddell

στόμα
shifting in speech, of an oracle, Aesch.

English (Woodhouse)

dark, enigmatic, hard to understand, not clear