covetousness
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. πλεονεξία, ἡ.
Miserliness: P. and V. αἰσχροκέρδεια, ἡ, P. φιλοκέρδεια, ἡ, φιλαργυρία, ἡ, φιλοχρηματία, ἡ.
subs.
P. πλεονεξία, ἡ.
Miserliness: P. and V. αἰσχροκέρδεια, ἡ, P. φιλοκέρδεια, ἡ, φιλαργυρία, ἡ, φιλοχρηματία, ἡ.