dealings
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English > Greek (Woodhouse)
subs.
Intercourse: P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ, P. ἐπιμιξία, ἡ, κοινωνήματα, τά, V. συναλλαγαί, αἱ; see intercourse.
Have dealings with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.), κοινοῦσθαι (dat ), συναλλάσσειν (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.) (Dem. 925), συμμίγνυσθαι (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (dat.) (or pass.), Ar. and P. συμμιγνύναι (dat.).
Business dealings, subs.: P. συμβόλαια, τά.