καθαιματόω

Revision as of 21:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

= καθαιμάσσω (make bloody, sprinkle, stain with blood), E. Hel. 1599, HF 234, 256, Ph. 1161, Ar. Th. 695 ; — Pass., Luc. Ind. 9.

German (Pape)

[Seite 1279] dasselbe; βωμόν Ar. Th. 695; Eur. γένυν καθῃμάτωσεν Phoen. 1167; Hel. 1615; in sp. Prosa, τὰ σκέλη καθῃματωμένος Luc. adv. ind. 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. καθῃμάτωσα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱματόω.

Greek (Liddell-Scott)

καθαιμᾰτόω: τῷ προηγ., «καταματώνω», Εὐρ. Ἑλ. 1599, Ἡρ. Μαιν. 234, 256, Φοίν. 1161, Ἀριστοφ. Θεσμ. 695.

Greek Monotonic

καθαιμᾰτόω: = το προηγ., σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθαιμᾰτόω: (aor. καθῃμάτωσα)
1) обагрять кровью (βωμόν Arph.);
2) ранить до крови, разбивать (κρᾶτα πολεμίων ξένων Eur.; τὰ σκέλη Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-αιματόω met bloed bevlekken.

Middle Liddell

= καθαιμάσσω, Eur., Ar.]