κατευωχέομαι
English (LSJ)
A feast and make merry on, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Hdt. 1.216, cf. 3.99, Str.3.3.7; βοῦν Plu.2.363c. 2 later in Act., feast, entertain, τινα J.AJ11.6.1:—Pass., ib.6.1.3, al.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
κατευωχέομαι: ἀποθ., εὐωχοῦμαι, εὐθυμῶ, ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται Ἡρόδ. 1. 216, πρβλ. 3. 99, Στράβ. 155. 2) παρὰ μεταγ. ἐν τῷ ἐνεργ., παρέχω εὐωχίαν, φιλεύω, τινα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 11. 6, 1, Κλήμ. Ἀλ. 172.
Greek Monotonic
κατευωχέομαι: αποθ., ευωχούμαι, γλεντοκοπώ και χαίρομαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατευωχέομαι: угощаться, устраивать пир, пировать (ἑψήσαντες τὰ κρέα κατευωχέονται, sc. οἱ Σκύθαι Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ευωχέομαι een feestmaal houden.