κλοπιμαῖος

Revision as of 22:17, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

α, ον, acquired by theft, Luc.Icar.20; βόες Ant.Lib.23.4. Adv. -αίως Gloss.

German (Pape)

[Seite 1456] = Folgdm; gestohlen, Luc. Icarom. 20 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
volé, furtif.
Étymologie: κλοπή.

Greek (Liddell-Scott)

κλοπῐμαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ἰκαρ. 20, Ἀντων. Λιβερᾶλ. 23. ― Ἐπίρρ. -ως.

Greek Monolingual

-αία, -αίο (AM κλοπιμαῖος, -αία, -αῖον) κλόπιμος
αυτός που αποκτήθηκε με κλοπή, ο κλεμμένος (α. «η αστυνομία δεν έχει βρει ακόμη όλα τα κλοπιμαία αντικείμενα» β. «τὸ φῶς αὐτὸ κλοπιμαῖόν τε καὶ νόθον εἶναι», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κλοπιμαίο
το κλεμμένο αντικείμενο.
επίρρ...
κλοπιμαίως (Α)
με κλοπιμαίο τρόπο.

Greek Monotonic

κλοπῐμαῖος: -α, -ον = κλόπιος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλοπιμαῖος -α -ον [κλοπή] gestolen.

Russian (Dvoretsky)

κλοπῐμαῖος: краденый, ворованный Luc.

Middle Liddell

κλοπῐμαῖος, η, ον = κλόπιος, Luc.]