disclose
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
Show: P. and V. φαίνειν, δηλοῦν, δεικνύναι, ἐκφαίνειν (Plat.), ἀποδεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, Ar. and P. ἀποφαίνειν, V. ἐκδεικνύναι; see show.
Reveal: P. and V. αποκαλύπτειν, Ar. and V. ἐκκαλύπτειν, V. διαπτύσσειν (Plat. also but rare P.), ἀναπτύσσειν, ἀνοίγειν.
Publish, betray: P. and V. ἐκφέρειν, μηνύειν, κατειπεῖν, V. προμηνύειν.