v. δέχομαι. ἐδεδέατο, v. δέω bind.
v. δέχομαι.
pqp. poét. de δέχομαι.
ἐδέγμην: ἴδε τὸ ῥῆμα δέχομαι.
ἐδέγμην: Επικ. συγκοπτ. αόρ. βʹ του δέχομαι.
ἐδέγμην: эп. aor. act. и pass. к δέχομαι.