ἐντόσθια

Revision as of 15:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

German (Pape)

[Seite 857] τά, das Innere, das Eingeweide, Tim. Locr. 100 b u. Sp., wie Luc. Navig. 27. Nach E. M. auch ἐνδόσθια geschrieben.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
intestins, entrailles.
Étymologie: ἔντοσθε.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντόσθια: -ων, τά, ὡς καὶ νῦν, Λατ. intestina, ὡς το ἔγκατα, ἔνδινα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 7, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27, κτλ.· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ ὁ τύπος ἐνδόσθια παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν Ἐξόδ. ΚΘ΄, 17 κ. ἀλλ.), καὶ παρ’ Ἡσυχ.: «ἐνδόσθια· ἔγκατα», καὶ ἐν Ε. Μ. (345. 21)· καὶ ἐντοσθίδια παρὰ τῷ Ἱππ. 682. 41, καὶ τῷ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 4, 9, 6.

Greek Monolingual

τα
βλ. εντόσθιος.

Russian (Dvoretsky)

ἐντόσθια: τά внутренности Plat., Arst.