ἐπισυλλαμβάνω

Revision as of 15:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

= ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.

French (Bailly abrégé)

c. ἐπικυΐσκομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.

Greek Monolingual

ἐπισυλλαμβάνω (Α)
συλλαμβάνω έμβρυο ενώ είμαι ήδη έγκυος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυλλαμβάνω: Arst. = ἐπικυΐσκομαι.