ὑστεροφημία

Revision as of 18:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, posthumous fame, Plu.2.85c, M.Ant.2.17, Longin.14.3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
renom auprès de la postérité.
Étymologie: ὕστερος, φήμη.

Greek (Liddell-Scott)

ὑστεροφημία: ἡ, ἡ μετὰ θάνατον φήμη, Πλούτ. 2. 85 (ἔνθα ἴδε Wytt.), Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 2. 17, κλπ.

Greek Monolingual

η / ὑστεροφημία, ΝΑ
μεταθανάτια καλή φήμη, η εύφημη μνεία κάποιου μετά τον θάνατό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -φημία (< -φημος < φήμη), πρβλ. κακο-φημία].

Russian (Dvoretsky)

ὑστεροφημία:посмертная слава Plut.