μνεία

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνεία Medium diacritics: μνεία Low diacritics: μνεία Capitals: ΜΝΕΙΑ
Transliteration A: mneía Transliteration B: mneia Transliteration C: mneia Beta Code: mnei/a

English (LSJ)

ἡ,
A = μνήμη, remembrance, βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις S.El.392, cf. E.Ph.464, Pl.Lg.798b; κατά γε τὴν ἐμὴν μ. dub. in Ael. VH6.1; μνείας χάριν, freq. in late epitaphs, IG3.3112, al.
II mention, περί τινος μνείαν ποιεῖσθαι And.1.100, cf. Aeschin.1.160; περί τινος πρός τινα Pl.Prt. 317e; τὴν μνείαν περί τινος ἀποδιδόναι Arist.PA58b13; ὅ τι καὶ μνείας ἄξιον Id.Pol.1274b17; μ. τινῶν ποιεῖσθαι ἐπὶ τῶν προσευχῶν Ep.Rom.1.2, al., cf. Epigr.Gr.983.3 (i B. C.); reminder, τινος Pl.Phdr.254a; commemoration, αἱ μ. τῶν ἁγίων v.l. in Ep.Rom.12.13.

German (Pape)

[Seite 194] ἡ, Erinnerung, Gedächtniß; βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις; Soph. El. 384, = μέμνησαι; so auch Eur. Phoen. 467 Bacch. 46, wie in Prosa, Isocr. 5, 37 Plat. Menex. 244 a Dem. 59, 71 u. Sp.; μνείαν ποιεῖσθαι περί τινος, erwähnen, Andoc. 1, 100, wie Plat. Prot. 317 e, u. τινός, Phaedr. 254 a; κατά γε τὴν ἐμὴν μνείαν, so weit ich mich erinnere, Ael. V. H. 6, 1. – Nach Plut. Symp. 9, 14, 1 sollen auch die Musen μνεῖαι genannt worden sein.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 souvenir : μνείαν ἔχειν τινός SOPH avoir souvenir de qch ; κατά γε τὴν μνείαν ἐμήν ÉL selon mon souvenir;
2 mention : μνείαν ποιεῖσθαι περί τινος ESCHN faire mention de qqn ou de qch.
Étymologie: μνάομαι.

Russian (Dvoretsky)

μνεία:
1 память, воспоминание: μνείαν ἔχειν τινός Soph., Plat. etc. и περί τινος NT помнить о чем-л.;
2 упоминание (μνείαν ποιεῖσθαί τινος или περί τινος Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μνεία: ἡ, = μνήμη, ἀνάμνησις, ἐνθύμησις, βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις Σοφ. Ἠλ. 392· οὕτως ἐν Εὐρ. Φοιν. 464, Πλάτ. Νόμ. 798Β· κατά γε τὴν ἐμὴν μνείαν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 1· μνείας χάριν, συχν. ἐν μεταγεν. ἐπιτυμβίοις. ΙΙ. ἀνάμνησις, ὑπόμνησις· μνείαν ποιεῖσθαι περί τινος Ἀνδοκ. 13. 27, Αἰσχίν. 23. 5· τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 254Α· περί τινος πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 317Ε· τὴν μνείαν περί τινος ἀποδιδόναι Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 14, 7· ὅ τι καὶ μνείας ἄξιον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 12, 13.

English (Strong)

from μνάομαι or μιμνήσκω; recollection; by implication, recital: mention, remembrance.

English (Thayer)

μνειας, ἡ (μιμνήσκω), remembrance, memory, mention: ἐπί πάσῃ τῇ μνεία ὑμῶν, as often as I remember you (literally, 'on all my remembrance' etc. cf. Winer's Grammar, § 18,4), ποιεῖσθαι μνείαν τίνος, to make mention of one, Plato, Phaedr., p. 254a.; (Diogenes Laërtius 8. 2,66; the Sept. ἔχειν μνείαν τίνος, to be mindful of one, Sophocles, Aristophanes, Euripides, others); ἀδιάλειπτον ἔχειν τήν περί τίνος μνείαν, 2 Timothy 1:3.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μνεία, Α αιολ. τ. μνᾶ)
1. αναφορά, υπόμνηση, υπενθύμιση (α. «σε κανένα χωρίο δεν υπάρχει σχετική μνεία» β. «ὀλίγον πρότερον μνείαν ἐποιοῦ πρὸς ἐμὲ ὑπὲρ τοῦ νεανίσκου», Πλάτ.)
2. φρ. «μνεία(ν) ποιοῦμαι τινος» ή «κάνω μνεία» — υπενθυμίζω, μιλώ για κάτι ή για κάποιον («ἀναγκάζει... μνείαν ποιεῖσθαι τῆς τῶν ἀφροδισίων χάριτος», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «εύφημος μνεία» — τιμητική διάκριση
που απονέμεται σύμφωνα με τους κανονισμούς αρχής, σωματείου, συλλόγου κ.λπ. για ορισμένες ενέργειας ή για την επιστημονική, κοινωνική κ.ά. προσφορά κάποιου
αρχ.
1. (για άγιο) νηστεία
2. μνήμη, ανάμνηση («βίου δὲ τοῦ παρόντος οὐ μνείαν ἔχεις», Σοφ.)
3. (για αγίους) μνημόνευση
4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Μνεῖαι
οι Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνεία (< μνη-ιᾱ < μνᾱιᾱ) < θ. μνᾱ- του μνάομαι / μνῶμαι + κατάλ. -ία (πρβλ. λεία, χρεία) με βράχυνση της μακρόφωνου διφθόγγου (πρβλ. ληιτουργώ > λειτουργώ)].

Greek Monotonic

μνεία: ἡ, (μνάομαι),·
I. = μνήμη, ανάμνηση, ενθύμηση, σε Σοφ., Ευρ.
II. αναφορά, μνείαν ποιεῖσθαί τινος ή περί τινος, σε Πλάτ., Αισχίν.

Middle Liddell

μνεία, ἡ, μνάομαι = μνήμη
I. remembrance, memory, Soph., Eur.
II. mention, μνείαν ποιεῖσθαί τινος or περί τινος Plat., Aeschin.

Chinese

原文音譯:mne⋯a 尼阿
詞類次數:名詞(7)
原文字根:提醒(者) 相當於: (זָכַר‎ / מַזְכִּיר‎)
字義溯源:記念,題到,題,提到,想念;源自(μνάομαι)=記住);而 (μνάομαι)出自(μένω)*=住)。保羅在他的書信中六次使用這字,在保羅的禱告中常常‘提到’信徒的名字,教會的名字。參讀 (μιμνῄσκομαι)同源字參讀 (ἀνάμνησις)同義字
出現次數:總共(7);羅(1);弗(1);腓(1);帖前(2);提後(1);門(1)
譯字彙編
1) 想念(2) 腓1:3; 提後1:3;
2) 記念(2) 羅1:9; 帖前3:6;
3) 題(2) 帖前1:2; 門1:4;
4) 題到(1) 弗1:16

English (Woodhouse)

memory, mention, remembrance, mention of, reference to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀνάμνηση). Ἀπό τό μιμνῄσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

memory

Afrikaans: geheue; Albanian: kujtesë; Amharic: ትዝታ, ትውስታ; Arabic: ذَاكِرَة‎, حَافِظَة‎; Armenian: հիշողություն, հուշ; Asturian: memoria; Azerbaijani: yaddaş, hafizə, xatirə; Bashkir: иҫ, хәтер; Belarusian: па́мяць; Bengali: স্মৃতি, ইয়াদ; Bulgarian: па́мет; Burmese: မှတ်ဉာဏ်, စိတ်မှတ်; Catalan: memòria; Central Melanau: keneng; Cherokee: ᎠᏅᏓᏗᏍᏗ; Chinese Cantonese: 記性, 记性; Mandarin: 記憶, 记忆, 記性, 记性, 記性兒; Czech: paměť; Danish: hukommelse; Dutch: geheugen; Erzya: мелем; Esperanto: memoro; Estonian: mälu; Faroese: minni; Finnish: muisti; French: mémoire; Galician: memoria, acordanza; Georgian: მეხსიერება, მახსოვრობა; German: Gedächtnis; Greek: μνήμη; Ancient Greek: δόρκος‎‎, μνάμα, μνᾶμα, μναμοσύνα, μνᾶστις, μνεία, μνῆμα, μνήμη, μνημοσύνη, μνῆστις; Gujarati: યાદ; Hawaiian: hoʻomanaʻo ʻana, haliʻa; Hebrew: זיכרון \ זִכָּרוֹן‎; Hindi: स्मृति, याद, हाफ़िज़ा; Hungarian: emlékezet, memória; Icelandic: minni; Ido: memoro; Indonesian: ingatan, memori; Irish: cuimhne; Italian: memoria; Japanese: 記憶; Kannada: ನೆನಪು; Kazakh: ес, жад; Khmer: សតិ; Korean: 기억(記憶); Kurdish Central Kurdish: بیر‎; Northern Kurdish: bîr, bîrkan, hafize; Kurmanji: bîrkan; Kyrgyz: эс; Lao: ຄວາມຊົງຈຳ; Latgalian: atguods; Latin: memoria; Latvian: atmiņa; Lithuanian: atmintis; Luxembourgish: Gediechtnes, Memoire, Erënnerung; Macedonian: меморија, сеќавање, памтење, помнење; Malay: ingatan; Malayalam: ഓര്‍മ്മശക്തി; Maltese: memorja; Manchu: ᡝᠵᡝᠰᡠ; Manx: cooinaght; Maori: maharatanga; Marathi: स्मृती; Mirandese: mimória; Mongolian: ой ухаан; Nepali: स्मृति; Norman: mémouaithe; Norwegian Bokmål: hukommelse, minne; Nynorsk: minne; Occitan: memòria; Old Church Slavonic Cyrillic: памѧть; Old East Slavic: памѧть; Old English: ġemynd; Pashto: حافظه‎, ياد‎; Persian: حافظه‎, یاد‎; Polish: pamięć; Portuguese: memória; Punjabi: ਯਾਦ; Quechua: yarpay; Romanian: memorie; Romansch: regurdientscha, ragurdànza, ragurdientscha, algurdaunza, algordanza, algord; Russian: па́мять; Sanskrit: स्मरणशक्ति, स्मृति; Scottish Gaelic: cuimhne; Serbo-Croatian Cyrillic: па̑мће̄ње; Roman: pȃmćēnje; Shor: эс; Sinhalese: මතක; Slovak: pamäť; Slovene: spomin; Spanish: memoria; Swahili: kumbukumbu; Swedish: minne, hågkomst, erinring; Tagalog: alaala; Tajik: ёд, зеҳн, хотир, ҳофиза; Tamil: ஞாபகம்; Tatar: хәтер, ис; Telugu: జ్ఞాపకము; Thai: ความจำ, ความทรงจำ; Tibetan: ཁྱིམ་དྲན་སེམས་ནད; Turkish: hafıza, bellek, hatır; Turkmen: hakyda, huş, ýadygär, ýat, ýatlama; Ukrainian: па́м'ять; Urdu: یاد‎, حافظه‎; Uyghur: خاتىرە‎, ياد‎; Uzbek: yod, xotira, hofiza; Vietnamese: trí nhớ; Welsh: cof; Yagnobi: ёд; Yiddish: זכּרון‎, זיקאָרן‎; Zazaki: xafıze, vir; Zhuang: geiqsingq, geiq