παρακαίριος

Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

English (LSJ)

ον, unseasonable, ill-timed, παρακαίρια ῥέζων Hes. Op.329.

German (Pape)

[Seite 481] unzeitig, ungebührlich, Hes. O. 331, zur Unzeit gesagt, gethan, Eust.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intempestif ; inconvenant, coupable, criminel.
Étymologie: παρά, καιρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακαίριος -ον en παράκαιρος -ον [παρά, καιρός] ontijdig, ongelegen.

Russian (Dvoretsky)

παρακαίριος: несвоевременный, неуместный Hes.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαίριος: ὁ, ἡ, = παράκαιρος, ὃ ἴδε ἐν τέλει.

Greek Monolingual

-ον, Α παράκαιρος
(ποιητ. τ.) παράκαιρος.

Greek Monotonic

παρακαίριος: -ον, = το επόμ., σε Ησίοδ.