λοφοποιός

Revision as of 13:58, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ὁ, crest-maker, Ar.Pax 545.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de panaches.
Étymologie: λόφος, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

λοφοποιός:мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λοφοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων λόφους περικεφαλαιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 645, 1209.

Greek Monolingual

λοφοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκεύαζε λοφία για περικεφαλαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + -ποιός (< ποιώ)].

Greek Monotonic

λοφοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, κατασκευαστής λοφίων για περικεφαλαίες, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λοφο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a crest-maker, Ar.