μεγαλοκέφαλος
English (LSJ)
ον, with large head, Arist.Somn.Vig.457a23, Pr.955b7, Gal.19.454.
German (Pape)
[Seite 106] großköpfig, Arist. probl. 30, 3.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοκέφᾰλος: большеголовый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκέφᾰλος: -ον, ὁ μεγάλην ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. π. Ὕπν. καὶ Ἐγρηγόρ. 3, 16, Προβλ. 30. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλοκέφαλος, -ον)
μεγακέφαλος.