μεγαλοκέφαλος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκέφᾰλος Medium diacritics: μεγαλοκέφαλος Low diacritics: μεγαλοκέφαλος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: megaloképhalos Transliteration B: megalokephalos Transliteration C: megalokefalos Beta Code: megaloke/falos

English (LSJ)

μεγαλοκέφαλον, with large head, Arist.Somn.Vig.457a23, Pr.955b7, Gal.19.454.

German (Pape)

[Seite 106] großköpfig, Arist. probl. 30, 3.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκέφᾰλος: большеголовый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκέφᾰλος: -ον, ὁ μεγάλην ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. π. Ὕπν. καὶ Ἐγρηγόρ. 3, 16, Προβλ. 30. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλοκέφαλος, -ον)
μεγακέφαλος.