μετακινητός

Revision as of 14:28, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ή, όν, to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.

Russian (Dvoretsky)

μετακινητός: подлежащий изменению (νόμοι Solon ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.

Greek Monotonic

μετακῑνητός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.

Middle Liddell

μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]
to be disturbed, Thuc.

English (Woodhouse)

alterable