μετείς

Revision as of 14:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Ion. aor. 2 part. of μεθίημι.

German (Pape)

[Seite 158] ion. = μεθείς, part. aor. II. zu μεθάημι.

Russian (Dvoretsky)

μετείς: ион. part. aor. 2 к μεθίημι.

Greek (Liddell-Scott)

μετείς: Ἰων. μετοχ. ἀορ. β΄ τοῦ μεθίημι.

Greek Monotonic

μετείς: Ιων. αντί μεθ-είς, μτχ. αόρ. βʹ του μεθίημι.