ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
adj.
Kingly, royal: P. and V. βασιλικός, ἀρχικός, βασίλειος, τυραννικός. Proud: P. and V. σεμνός; see proud.