παραπλήθω

Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 494] daneben voll sein; so erklärt man als Tmesis παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι Od. 9, 8.

Russian (Dvoretsky)

παραπλήθω: быть полным (παρὰ δὲ πλήθωσι τράπεζαι σίτου καὶ κρειῶν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

παραπλήθω: εἶμαι σχεδὸν πλήρης, ἴδε ἐν λ. παράπλειος

Greek Monolingual

Α
είμαι γεμάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλήθω «είμαι πλήρης»].