παρεκέσκετο

Revision as of 15:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. παράκειμαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. itér. de παρακείμαι.

Russian (Dvoretsky)

παρεκέσκετο: эп. Hom. 3 л. sing. impf. iter. к παράκειμαι.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκέσκετο: ἴδε παράκειμαι.

English (Autenrieth)

see παράκειμαι.

Greek Monotonic

παρεκέσκετο: Ιων. αντί -έκειτο, γʹ ενικ. παρατ. του παράκειμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρεκέσκετο iter. imperf. 3 sing. van παράκειμαι.