kick
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
v. trans. and absol.
P. and V. λακτίζειν. Kick against: V. λακτίζειν πρός (acc.), Ar. ἀντιλακτίζειν (dat.). Met., P. ζυγομαχεῖν, περί (gen.). Kick against the pricks: V. πρὸς κέντρα λακτίζειν (Aesch., Ag. 1624), πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτείνειν (Aesch., P.V. 323).