συνδιακαίω
English (LSJ)
burn or heat through at the same time, Plu.2.752d (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1007] (s. καίω), mit od. zugleich erhitzen, übertr., συνδιακεκαυμένος καὶ γέμων πυρός, Plut. amator. 6.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
συνδιακαίω: одновременно обжигать (συνδιακεκαυμένος καὶ γέμων πυρός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνδιακαίω: ἐντελῶς καίω ἢ θερμαίνω συγχρόνως, Πλούτ. 2. 752D.
Greek Monolingual
Α διακαίω
παθ. συνδιακαίομαι
θερμαίνομαι ή καίγομαι εντελώς και ταυτόχρονα με άλλον.