τεχνιτεία

Revision as of 16:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ἡ, artifice, Epicur.Ep.2p.40U., Hippoloch. ap. Ath.4.130a, S.E.M.5.86.

German (Pape)

[Seite 1103] ἡ, das künstliche Arbeiten, die Künstelei; Ath. VI, 130 a; D. L. 10, 93.

Russian (Dvoretsky)

τεχνῑτεία:искусство, умение Diog. L.: πολλῆς τεχνιτείας εἶναι Sext. быть выполненным с большим искусством.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνῑτεία: ἡ ἔντεχνος ἐκτέλεσις, ἔντεχνος ἐργασία, Λατιν. elaboratio, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10, 93, Ἱππόλοχ. παρ’ Ἀθην. 130Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 80· κοινῶς τεχνητεία. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.

Greek Monolingual

ἡ, Α τεχνιτεύω
έντεχνη εργασία.