ἀλλαντοπωλέω

Revision as of 17:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

deal in sausages, Ar.Eq.1242.

Spanish (DGE)

vender morcillas ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην Ar.Eq.1242, ἐπὶ ταῖς πύλαις ἀλλαντοπωλήσει Ar.Eq.1398.

German (Pape)

[Seite 102] Wurst verkaufen, Ar. Eq. 1239.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vendre des saucissons.
Étymologie: ἀλλαντοπώλης.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλαντοπωλέω: торговать колбасами Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλαντοπωλέω: πωλῶ ἀλλᾶντας, Ἀριστοφ. Ἱπ. 143, κτλ.

Greek Monotonic

ἀλλαντοπωλέω: μέλ. -ήσω, εμπορεύομαι αλλαντικά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[From ἀλλαντοπώλης
to deal in sausages, Ar.